- τρίβοντας
- τρί̱βοντας , τρίβωrubpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
προσαποτρίβω — Α αφαιρώ κάτι τρίβοντας το με κάτι άλλο («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν τοῑς ψάμμοις προσαποτρίβουσι τὰ ᾠά», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτρίβω «καταστρέφω ή καθαρίζω τρίβοντας»] … Dictionary of Greek
αποτρίβω — (Α ἀποτρίβω) 1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή 2. καθαρίζω τρίβοντας νεοελλ. 1. τελειώνω το τρίψιμο 2. κάνω εντριβές 3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη αρχ. Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω II. ( ομαι) 1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι 2. αποκρούω, δεν δέχομαι … Dictionary of Greek
αποψώ — ἀποψῶ ( άω) (Α) 1. σφουγγίζω, αφαιρώ κάτι με την τριβή 2. καθαρίζω κάτι τρίβοντας το … Dictionary of Greek
βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη … Dictionary of Greek
γλωττοδεψώ — ( έω) (Α) γλωττοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δεψώ < δέψης < δέφω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»] … Dictionary of Greek
δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… … Dictionary of Greek
εκμαλάσσω — ἐκμαλάσσω και αττ. τ. ἐκμαλάττω (Α) 1. μαλάσσω καλά, μαλακώνω και καθιστώ απαλό κάτι τρίβοντάς το με τα χέρια 2. καθιστώ κάποιον μαλθακό 3. κατευνάζω, ηρεμώ … Dictionary of Greek
εκξέω — ἐκξέω (AM) μσν. σκουπίζω καλά, καθαρίζω ξύνοντας ή τρίβοντας αρχ. λειαίνω εντελώς … Dictionary of Greek
εκτρίβω — (AM ἐκτρίβω) 1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο 2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω αρχ. 1. παροξύνω 2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς 3. φθείρω, κατατρίβω 4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω … Dictionary of Greek